ισχνότητα

ισχνότητα
[-ης (-ητος)] η
1) худоба, худощавость, тонкость; слабость; 2) убожество, бедность

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "ισχνότητα" в других словарях:

  • ισχνότητα — η (ΑΜ ἰσχνότης) [ισχνός] αδυναμία, λιποσαρκία νεοελλ. 1. πενιχρότητα, ανεπάρκεια, ένδεια 2. μετριότητα, ασημαντότητα μσν. αρχ. 1. (για ύφος) απλότητα, λεπτότητα 2. χαμηλή ένταση φωνής, αδύνατη φωνή …   Dictionary of Greek

  • ισχνότητα — η το να είναι κάποιος ισχνός, λεπτότητα, αδυναμία, πενιχρότητα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἰσχνότητα — ἰσχνότης thinness fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πολύβιος — (Μεγαλόπολις, Αρκαδία περ. 205 π.Χ. – περ. 125/120 π.Χ.). Αρχαίος Έλληνας ιστορικός. Γιος του στρατηγού της Αχαϊκής Συμπολιτείας Λυκόρτα, αναμείχθηκε και ο ίδιος στην πολιτική ζωή της συμπολιτείας. Το 168, μετά τη συντριβή της μακεδονικής δύναμης …   Dictionary of Greek

  • ασαρκία — η (AM ἀσαρκία) [άσαρκος (Ι)] η έλλειψη σάρκας, η ισχνότητα …   Dictionary of Greek

  • ζουφάδα — και ζοφάδα, η [ζουφός] 1. ισχνότητα, ατροφικότητα 2. το να είναι κάτι σπογγώδες …   Dictionary of Greek

  • ζούφιασμα — το [ζουφιάζω] το αποτέλεσμα τού ζουφιάζω, ζουφάδα, ατροφικότητα, ισχνότητα …   Dictionary of Greek

  • ισχνός — ή, ό (ΑΜ ἰσχνός, ή, όν) 1. λιπόσαρκος, αδύνατος, λεπτός («ισχνά μέλη») 2. (για φωνή) σιγανός, άτονος νεοελλ. 1. λίγος, πενιχρός, ανεπαρκής (α. «ισχνός μισθός» β. «ισχνά αποτελέσματα» γ. «ισχνά μέσα») 2. αδύναμος, ανίσχυρος («ισχνά επιχειρήματα»)… …   Dictionary of Greek

  • λεπτότητα — η (AM λεπτότης, ητος) [λεπτός] 1. η ιδιότητα τού λεπτού, ισχνότητα, λεπτοφυΐα ή αδυναμία 2. κομψότητα («έχει μια λεπτότητα και λυγεράδα στο κορμί της») 3. (για το πνεύμα) διαύγεια, ευφυΐα, οξύτητα (α. «δίνει απαντήσεις με λεπτότητα» β. «ὦ Ζεῡ… …   Dictionary of Greek

  • λιγνάδα — η [λιγνός] λεπτότητα, ισχνότητα, αδυναμία …   Dictionary of Greek

  • λιποσαρκία — η (Α λιποσαρκία) [λιπόσαρκος] η ιδιότητα τού λιπόσαρκου, η ισχνότητα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»